- τσομπάνης
- οβλ. τσοπάνης, ο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσο(μ)πάνος — ο, Ν τσομπάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τσο(μ)πάνης κατά τα αρσ. σε ος] … Dictionary of Greek
τσο(μ)παναραίος — ο, Ν 1. τσομπάνης 2. μτφ. άνθρωπος άξεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσο(μ)πάνης + κατάλ. αρ αίος (< λ. σε άρης + αίος*)] … Dictionary of Greek
τσόπελος — και τσόπελας, ο, Ν τσομπάνης που έχει μόνιμη κατοικία και ασχολείται, κυρίως, με τη γεωργία … Dictionary of Greek